διπλοψηφίζω

διπλοψηφίζω
και διπλοψηφώ (-έω)
ψηφίζω παράνομα δύο φορές στην ίδια εκλογή·

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διπλοψηφίζω — διπλοψήφισα, ψηφίζω δύο φορές στην ίδια εκλογή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… …   Dictionary of Greek

  • διπλοψήφιση — η διπλοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλοψηφίζω. Η λ. διπλοψηφίσεις μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • διπλοψήφισμα — το [διπλοψηφίζω] διπλοψηφία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”